νερούλιασμα

νερούλιασμα
το [νερουλιάζω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού νερουλιάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νερούλιασμα — το, ατος η κατάσταση σώματος που είναι ή γίνεται νερουλό, πλαδαρό, όχι στερεό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”